- οὐρήσω
- οὐρέωmake wateraor subj act 1st sgοὐρέωmake waterfut ind act 1st sgοὐρέωmake waterfutperf ind act 1st sgοὐρέωmake wateraor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρησείω — οὐρησείω (Α) επιθυμώ να ουρήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οὐρησ τού οὐρῶ (πρβλ. μέλλ. οὐρήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. ναυμαχησείω, πολεμησείω)] … Dictionary of Greek
κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ουρητιώ — οὐρητιῶ, άω (Α) (ως εφετικό τού ουρώ) επιθυμώ να ουρήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. ιάω, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (πρβλ. ναυτ ιάω)] … Dictionary of Greek